λοξοδρομώ — λοξοδρομώ, λοξοδρόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λοξοδρομώ — λοξοδρόμησα, αμτβ., παρεκκλίνω από την ευθεία πορεία: Λοξοδρόμησε σ’ ένα λασπωμένο δρόμο και κόλλησε το αυτοκίνητό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοξοδρόμηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξοδρομώ, λοξοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα … Dictionary of Greek
εκτορμέω — ἐκτορμέω (Α) βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο … Dictionary of Greek
λοξοδρομία — Εκτροπή από την ευθεία πορεία· μεταφορικά, έχει την έννοια της παρεκτροπής. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους ναυτικούς και πρόκειται για την τεθλασμένη γραμμή πορείας των ιστιοφόρων, αλλά και για την πλεύση κατά τον μέγιστο κύκλο της… … Dictionary of Greek
λοξοδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λοξοδρομία ή αυτός που γίνεται κατά τη λοξοδρομία 2. φρ. α) «λοξοδρομική απόσταση» το μήκος τού τόξου λοξοδρομίας εκφρασμένο σε ναυτικά μίλια β) «λοξοδρομική πλεύση» η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα… … Dictionary of Greek
λοξοδρόμημα — το [λοξοδρομώ] λοξοδρόμηση … Dictionary of Greek